Στη χώρα με την 9η ακτογραμμή στον πλανήτη ( 2000 χιλιόμετρα μεγαλύτερη της Κίνας και υπερδιπλάσια της Βραζιλίας και της Ιταλίας ).
Στη μικρότερη χώρα με δύο ποιητές με βραβείο Νόμπελ, που ύμνησαν τον ήλιο και τη θάλασσα, σαν εκείνοι να τα γέννησαν.
Στη χώρα με τις απολλώνιες μελωδίες και τα τραγούδια της, που τα έτρεψε σε εργαλείο ιστορικών κοινωνικών ανατροπών όταν χρειάστηκε κι έμεινε αργότερα να τα σιγοτραγουδά, λυτρωμένη.
Ο τόπος με τα θλιμμένα τραγούδια, για τους εντούτοις γελαστούς ανθρώπους, κατά τον Χαϊνη ποιητή.
Στη χώρα των υπερβατικών γεύσεων που σχεδόν γεννούν συναίσθημα και προκαλούν τον πλέον απαιτητικό κι επίδοξο ουρανίσκο να τις δαμάσει.
Αυτές που είτε φτιαγμένες απ τον καλύτερο σεφ είτε απ την καθημερινή νοικοκυρά που ταίζει τα μικρά της, χορταίνουν εξίσου τους γευστικούς κάλυκες.
Αμάλγαμα της εύνοιας της μεσογειακής γης και των θεών του Ολύμπου, που άφησαν απρόσεχτοι τα υλικά να γλιστρήσουν και να αποτελέσουν γευστικό μονοπάτι θέωσης.
Τη μικρή χώρα των δυσανάλογων αθλητικών επιτυχιών, που όσο εύκολα διχάζει, εξίσου εύκολα βγάζει τα πλήθη στους δρόμους, αγκαλιασμένα με κραυγές χαράς, για νίκες αμίμητες, κοινές.
Στη χώρα του Ζορμπά, του μουσακά και του τατζικιού, που κωδικοποιούν σε λίγες λέξεις απλουστευμένα την σύνθετη ευφράδεια της ψυχής, ανθρώπων απ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και την πλημμυρίζουν με μνήμες, χορτάτες.
Στη χώρα των 360 ημερών ηλιοφάνειας και αιγαιοπελαγίτικων ανέμων ( που εντούτοις αναζητά τη θέση της στις τελευταίες θέσεις της λίστας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ).
Στη χώρα των πανηγυριών και της λαικής παράδοσης, ριζωμένων τόσο βαθιά στην ψυχή αυτού του λαού.
Στη χώρα του θεάτρου, της αρχαίας τραγωδίας και των ομηρικών επών, που διδάσκονται στα σχολειά όλου του κόσμου, ως προπομποί συναισθηματικής διαλεκτικής.
Στη χώρα που αν και πάμφτωχη δεινοπαθούσα, μοιράζεται το ψωμί της με τον πεινασμένο πρόσφυγα.
Στη χώρα που γιορτάζει όσο έντονα πενθεί και ερωτεύεται εξίσου παθιασμένα που θυμώνει.
Στη χώρα αυτή, ζουν δέκα εκατομμύρια πολιτικοί.
Παθιασμένοι, καθημερινοί, μονότονοι, δογματικοί, διχασμένοι πολιτικοί αναλυτές.
Βαμμένοι σε χρώματα και χωρισμένοι σε ομάδες, αναλύοντας πολύπλοκα νομικά ζητήματα ως οικονομολόγοι και αξεπέραστα οικονομικά ζητήματα ως νομικοί.
Υπερβαίνοντας κλιμάκια εμπειρογνωμόνων, καθηγητών, επιτροπές σοφών και γερόντων, αναλώνονται σε βαθυστόχαστες και υπεραναλυτικές πολιτικές ερμηνείες δογμάτων, που ακόμη κι οι ίδιοι οι ιστορικοί εμπνευστές τους θα έστεκαν, διαβάζοντας τες, μοιραία εκστατικοί.
Μα δεν τους αρκεί η ανάλυση. Αυτοσκοπός είναι η επικράτηση, η επιβολή της μιας αλήθειας, η ανάδειξή τους σε διαλεκτικούς νικητές.
Και τι κερδίζει άραγε ο νικητής;
Μίσος, διχασμό και έριδα.
Βρε μετράς τις δεκαετίες κοινού σου βίου με τον διαφωνούντα, κοινών αγωνιών, κοινών ονείρων, έχεις φάει εκατομμύρια φορές απ την ίδια καντίνα κι έχεις τραγουδήσει χιλιάδες φορές μαζί το ίδιο τραγούδι, κι όμως, ένα ( συνήθως σωστό ) ποστάρισμα, απ το λάθος απλά σάιτ, αρκεί για να τον κατατάξει σε εχθρό μισητό, που του αξίζει το πυρ το εξώτερον.
Κι αν, άκου, για κακή σου τύχη, το ίδιο αυτό το νόημα της διαφωνίας εμφανιστεί βαμμένο στα δικά σου χρώματα, είτε θα κάνεις πως σε μπέρδεψε το καμουφλάζ, είτε σιωπηλός, αυτογελοιοποιούμενος, θα το προσπεράσεις, μην αντέχοντας να πλήξεις, αυτή την ίδια την φράξια, που σου δίνει, ανόητε, λόγο ύπαρξης.
Δεν διαλέγεσαι, προστάζεις. Δεν διαφωνείς, μα γαυγίζεις. Κατακεραυνώνεις τους φασίστες, διαλεγόμενος φασιστικά. Το νιώθεις, μα εντούτοις σου αρκεί που επιβάλλεσαι a priori.
Και κάπως έτσι ολάκερη η ζήση σου καταντά πεδίο πολιτικής τοποθέτησης, σύγκρουσης, δόγματος, ιδεοληψίας.
Ναι, ακόμα κι εσύ που δεν ανήκεις σε κόμματα, ακόμα κι εσύ που δεν βολεύτηκες ποτέ απ τον μηχανισμό τους, ακόμα κι εσύ που δε βάφτηκες στα χρώματα και τις σημαίες τους πασιφανώς.
Ακόμα κι εσύ, ετερόφωτα και ανιδιοτελώς λησμονείς τον λαμπερό σου ήλιο και σκορπάς σκοτάδι διχόνοιας γρυλλίζοντας στο γείτονά σου. Η διαλεκτική και το επιχείρημα γίνεται επίθεση και φράξιες φανατισμένης διαφωνίας. Παλεύεις δεξιά κι αριστερά, όταν οι επίσημοι πολιτικοί εκφραστές τους τα καταργούν με θόρυβο, χλευάζοντάς σε, εν μια νυκτί.
Μα σου λένε, είσαι φθαρτός, σου μετράνε τις πιθανότητες να πάθεις πριν μάθεις, πριν προλάβεις να γευτείς τα ουσιαστικά αυτού του κόσμου, να σκάσουν εμφράγματα, ανευρύσματα, κακουχίες.
Μα εσύ εκεί. Θαρρείς πως σε πληρώνουν γιαυτό, λες κι έχεις βάλει στοιχήματα λογοδιάρροιας, δε θ αφήσεις σχόλιο αναπάντητο, ψήγμα αμφισβήτησης της αλάνθαστης παραληρηματικής θεωρίας σου. Αθεράπευτα μονότονος, έχοντας στ αλήθεια ξεχάσει σε τι άλλο ήσουν άραγε καλός.
Και συνεχίζεις να συμπυκνώνεις τη ζωή σου σε δογματικές, επαναλαμβανόμενες, μονότονες, στείρες κραυγές, δήθεν εμπεριστατωμένου πολιτικού σχολιασμού, που ειναι μάλλον το μόνο που σου απέμεινε απο τα θέατρα, τις γεύσεις, τα ποιήματα, τις κοινές στιγμές.
Αλήθεια ποιά ήταν τα τελευταία εκατό δημόσια σχόλιά σου;
Μα θα μου πεις, τα ποιήματα κι οι στιγμές, δε χορταίνουν.
Και θα σου πω. Χορταίνουν.
Γιατί αν γεμίσεις την ψυχή σου γεύσεις, μελωδίες, ποιήματα και κυρίως στιγμές, δε σε φοβίζει πια καμιά πείνα. Γιατί η χορτάτη ψυχή, το στομάχι δεν το φοβάται.
Γιατί η χορτάτη ψυχή θα ακούσει όσο και να διαφωνεί. Θα διαλεχθεί όσο και να εξοργίζεται. Γιατι θα ξέρει, πως δεν είναι τούτη η διαφωνία, η επιβίωσή της, γιατί θα ξέρει πως έχει τ απάγκιο της στις στιγμές και κάθε κουβέντα, κάθε λέξη αλλιώτικη, θα τη χορταίνει, αντί να την κάνει λιμασμένη κι απαιτητική.
Ειναι άλλωστε κι εκείνα τα 8 λεπτά που λένε πως η ψυχή προλαβαίνει να συμπυκνώσει το φίλμ της ζωής σου πριν παραδοθεί στην αιωνιότητα. Σκέψου στ αλήθεια, πόσα απ αυτά τα λεπτά θα σπαταλήσεις σε διχασμό, βαβούρα, φενάκη επιβεβαίωσης και πόσα θα χουν να λένε για στιγμές;
Βάλε στη ζυγαριά του χρόνου την αστρόσκονή σου και ζήσε μαζί με τις άλλες κουκίδες γαλαξιακής σκόνης, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Επιτέλους.
Στη μικρότερη χώρα με δύο ποιητές με βραβείο Νόμπελ, που ύμνησαν τον ήλιο και τη θάλασσα, σαν εκείνοι να τα γέννησαν.
Στη χώρα με τις απολλώνιες μελωδίες και τα τραγούδια της, που τα έτρεψε σε εργαλείο ιστορικών κοινωνικών ανατροπών όταν χρειάστηκε κι έμεινε αργότερα να τα σιγοτραγουδά, λυτρωμένη.
Ο τόπος με τα θλιμμένα τραγούδια, για τους εντούτοις γελαστούς ανθρώπους, κατά τον Χαϊνη ποιητή.
Στη χώρα των υπερβατικών γεύσεων που σχεδόν γεννούν συναίσθημα και προκαλούν τον πλέον απαιτητικό κι επίδοξο ουρανίσκο να τις δαμάσει.
Αυτές που είτε φτιαγμένες απ τον καλύτερο σεφ είτε απ την καθημερινή νοικοκυρά που ταίζει τα μικρά της, χορταίνουν εξίσου τους γευστικούς κάλυκες.
Αμάλγαμα της εύνοιας της μεσογειακής γης και των θεών του Ολύμπου, που άφησαν απρόσεχτοι τα υλικά να γλιστρήσουν και να αποτελέσουν γευστικό μονοπάτι θέωσης.
Τη μικρή χώρα των δυσανάλογων αθλητικών επιτυχιών, που όσο εύκολα διχάζει, εξίσου εύκολα βγάζει τα πλήθη στους δρόμους, αγκαλιασμένα με κραυγές χαράς, για νίκες αμίμητες, κοινές.
Στη χώρα του Ζορμπά, του μουσακά και του τατζικιού, που κωδικοποιούν σε λίγες λέξεις απλουστευμένα την σύνθετη ευφράδεια της ψυχής, ανθρώπων απ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και την πλημμυρίζουν με μνήμες, χορτάτες.
Στη χώρα των 360 ημερών ηλιοφάνειας και αιγαιοπελαγίτικων ανέμων ( που εντούτοις αναζητά τη θέση της στις τελευταίες θέσεις της λίστας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ).
Στη χώρα των πανηγυριών και της λαικής παράδοσης, ριζωμένων τόσο βαθιά στην ψυχή αυτού του λαού.
Στη χώρα του θεάτρου, της αρχαίας τραγωδίας και των ομηρικών επών, που διδάσκονται στα σχολειά όλου του κόσμου, ως προπομποί συναισθηματικής διαλεκτικής.
Στη χώρα που αν και πάμφτωχη δεινοπαθούσα, μοιράζεται το ψωμί της με τον πεινασμένο πρόσφυγα.
Στη χώρα που γιορτάζει όσο έντονα πενθεί και ερωτεύεται εξίσου παθιασμένα που θυμώνει.
Στη χώρα αυτή, ζουν δέκα εκατομμύρια πολιτικοί.
Παθιασμένοι, καθημερινοί, μονότονοι, δογματικοί, διχασμένοι πολιτικοί αναλυτές.
Βαμμένοι σε χρώματα και χωρισμένοι σε ομάδες, αναλύοντας πολύπλοκα νομικά ζητήματα ως οικονομολόγοι και αξεπέραστα οικονομικά ζητήματα ως νομικοί.
Υπερβαίνοντας κλιμάκια εμπειρογνωμόνων, καθηγητών, επιτροπές σοφών και γερόντων, αναλώνονται σε βαθυστόχαστες και υπεραναλυτικές πολιτικές ερμηνείες δογμάτων, που ακόμη κι οι ίδιοι οι ιστορικοί εμπνευστές τους θα έστεκαν, διαβάζοντας τες, μοιραία εκστατικοί.
Μα δεν τους αρκεί η ανάλυση. Αυτοσκοπός είναι η επικράτηση, η επιβολή της μιας αλήθειας, η ανάδειξή τους σε διαλεκτικούς νικητές.
Και τι κερδίζει άραγε ο νικητής;
Μίσος, διχασμό και έριδα.
Βρε μετράς τις δεκαετίες κοινού σου βίου με τον διαφωνούντα, κοινών αγωνιών, κοινών ονείρων, έχεις φάει εκατομμύρια φορές απ την ίδια καντίνα κι έχεις τραγουδήσει χιλιάδες φορές μαζί το ίδιο τραγούδι, κι όμως, ένα ( συνήθως σωστό ) ποστάρισμα, απ το λάθος απλά σάιτ, αρκεί για να τον κατατάξει σε εχθρό μισητό, που του αξίζει το πυρ το εξώτερον.
Κι αν, άκου, για κακή σου τύχη, το ίδιο αυτό το νόημα της διαφωνίας εμφανιστεί βαμμένο στα δικά σου χρώματα, είτε θα κάνεις πως σε μπέρδεψε το καμουφλάζ, είτε σιωπηλός, αυτογελοιοποιούμενος, θα το προσπεράσεις, μην αντέχοντας να πλήξεις, αυτή την ίδια την φράξια, που σου δίνει, ανόητε, λόγο ύπαρξης.
Δεν διαλέγεσαι, προστάζεις. Δεν διαφωνείς, μα γαυγίζεις. Κατακεραυνώνεις τους φασίστες, διαλεγόμενος φασιστικά. Το νιώθεις, μα εντούτοις σου αρκεί που επιβάλλεσαι a priori.
Και κάπως έτσι ολάκερη η ζήση σου καταντά πεδίο πολιτικής τοποθέτησης, σύγκρουσης, δόγματος, ιδεοληψίας.
Ναι, ακόμα κι εσύ που δεν ανήκεις σε κόμματα, ακόμα κι εσύ που δεν βολεύτηκες ποτέ απ τον μηχανισμό τους, ακόμα κι εσύ που δε βάφτηκες στα χρώματα και τις σημαίες τους πασιφανώς.
Ακόμα κι εσύ, ετερόφωτα και ανιδιοτελώς λησμονείς τον λαμπερό σου ήλιο και σκορπάς σκοτάδι διχόνοιας γρυλλίζοντας στο γείτονά σου. Η διαλεκτική και το επιχείρημα γίνεται επίθεση και φράξιες φανατισμένης διαφωνίας. Παλεύεις δεξιά κι αριστερά, όταν οι επίσημοι πολιτικοί εκφραστές τους τα καταργούν με θόρυβο, χλευάζοντάς σε, εν μια νυκτί.
Μα σου λένε, είσαι φθαρτός, σου μετράνε τις πιθανότητες να πάθεις πριν μάθεις, πριν προλάβεις να γευτείς τα ουσιαστικά αυτού του κόσμου, να σκάσουν εμφράγματα, ανευρύσματα, κακουχίες.
Μα εσύ εκεί. Θαρρείς πως σε πληρώνουν γιαυτό, λες κι έχεις βάλει στοιχήματα λογοδιάρροιας, δε θ αφήσεις σχόλιο αναπάντητο, ψήγμα αμφισβήτησης της αλάνθαστης παραληρηματικής θεωρίας σου. Αθεράπευτα μονότονος, έχοντας στ αλήθεια ξεχάσει σε τι άλλο ήσουν άραγε καλός.
Και συνεχίζεις να συμπυκνώνεις τη ζωή σου σε δογματικές, επαναλαμβανόμενες, μονότονες, στείρες κραυγές, δήθεν εμπεριστατωμένου πολιτικού σχολιασμού, που ειναι μάλλον το μόνο που σου απέμεινε απο τα θέατρα, τις γεύσεις, τα ποιήματα, τις κοινές στιγμές.
Αλήθεια ποιά ήταν τα τελευταία εκατό δημόσια σχόλιά σου;
Μα θα μου πεις, τα ποιήματα κι οι στιγμές, δε χορταίνουν.
Και θα σου πω. Χορταίνουν.
Γιατί αν γεμίσεις την ψυχή σου γεύσεις, μελωδίες, ποιήματα και κυρίως στιγμές, δε σε φοβίζει πια καμιά πείνα. Γιατί η χορτάτη ψυχή, το στομάχι δεν το φοβάται.
Γιατί η χορτάτη ψυχή θα ακούσει όσο και να διαφωνεί. Θα διαλεχθεί όσο και να εξοργίζεται. Γιατι θα ξέρει, πως δεν είναι τούτη η διαφωνία, η επιβίωσή της, γιατί θα ξέρει πως έχει τ απάγκιο της στις στιγμές και κάθε κουβέντα, κάθε λέξη αλλιώτικη, θα τη χορταίνει, αντί να την κάνει λιμασμένη κι απαιτητική.
Ειναι άλλωστε κι εκείνα τα 8 λεπτά που λένε πως η ψυχή προλαβαίνει να συμπυκνώσει το φίλμ της ζωής σου πριν παραδοθεί στην αιωνιότητα. Σκέψου στ αλήθεια, πόσα απ αυτά τα λεπτά θα σπαταλήσεις σε διχασμό, βαβούρα, φενάκη επιβεβαίωσης και πόσα θα χουν να λένε για στιγμές;
Βάλε στη ζυγαριά του χρόνου την αστρόσκονή σου και ζήσε μαζί με τις άλλες κουκίδες γαλαξιακής σκόνης, σαν να μην υπάρχει αύριο.
Επιτέλους.
Περισσότερα:
-
-
3